ΚοινωνικάΠρωτοσέλιδα
Ιερά Μητρόπολη ΦΝΘ:«Γλωσσανθοί στη μνήμη Φιλίππων Προκοπίου»
Παρουσιαστήριος λόγος
τοῦ Αἰδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου
Γερασίμου Φυλακτάκη,
Γενικοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου
κατά τὴν ἐπίσημον παρουσίασιν τοῦ διτόμου ἔργου
«Εἰπὲ τῇ Ἐκκλησίᾳ … Προκόπιος συνέγραψεν ἐν Ἐγκυκλίοις φήσας»
ἐνώπιον τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου
ἐν Καβάλᾳ τῇ 5ῃ Σεπτεμβρίου 2022.-
Θαρροῦμεν ὅμως, καὶ καυχώμεθα, ἐν Κυρίῳ, ἀναμιμνησκόμενοι ὅσα, θείᾳ ἐμπνεύσει καὶ προσδοκίᾳ τῆς παρὰ τῷ Θεῷ ἀληθοῦς καὶ ἀτελευτήτου μακαρίας ζωῆς, ἐξομολογητικῶς, διδακτικῶς καὶ παραινετικῶς, μεταξὺ τῶν ἄλλων καταγραφέντων, πρὸς διευθέτησιν τῶν ἀνθρωπίνων ὑποθέσεων καὶ ἐκκρεμοτήτων, ἀπετύπωσεν, ἰδίαις χερσίν, ἐν αὐτῇ :
«… Διαβεβαιῶ ἐν ἀληθείᾳ, ὅτι, ἂν παρεπίκρανα ἢ ἠδίκησά τινα τῶν συγγενῶν καὶ φίλων μου τῶν χρόνων τῶν σπουδῶν μου καὶ τῆς ἐν συνεχείᾳ ἐκκλησιαστικῆς διακονίας μου, τὸ τοιοῦτον δὲν ἦτο συνέπεια ἰδιοτελοῦς σκοπιμότητος, ἐνσυνειδήτου ἐχθρικῆς ἢ κακοβούλου διαθέσεως. Πολὺ ἐνωρὶς ἐβίωσα, ὅτι συμπεριφοραὶ ἀντιβαίνουσαι τὸν ἠθικὸν νόμον πολλαπλασιάζουν τὸν ἐξ ἄλλων ἀφορμῶν πόνον καὶ δοκιμασί¬αν. Κατ’ ἀκολουθίαν τούτου ἐκ βάθους ψυχῆς συγχωροῦσα πάντοτε καὶ τώρα συγχωρῶ, ὅσους, λόγῳ ἢ ἔργῳ, μὲ ἠδίκησαν. Περισσότερον ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι, ἀφ’ ἑαυτῶν ἢ ἑτέρων ὑποκινούμενοι, ἐπεδίωξαν οἱανδήποτε μείωσιν ἢ βλάβην μου, ἀπαλλάσσων αὐτοὺς ἀπὸ τὸν σωρευμένον πόνον καὶ τὴν ὀδύνην μου. Μὲ τὴν συγγνώμην καὶ τὴν ἀγάπην ὑπερβαίνονται αἱ ποικίλαι ἀρνητικαὶ περιστάσεις τοῦ βίου. Ἡ φιλαδελφία καὶ ἡ διάθεσις ἀν-ιδιοτελοῦς συμπαραστάσεως προσδίδει τὸ ἀληθινὸν νόημα εἰς τὴν ζωὴν καὶ ἐλαφρύνεται ὁ βαρὺς ζυγὸς τῶν περισπασμῶν. Μόνον νὰ ἀγαπᾶμε. Νὰ μὴ μνησικακοῦμε. Πάντοτε νὰ συγχωροῦμε…».
Ὥστε, τῷ ὄντι, «τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς», ὅστις ἀκόμη καὶ διὰ αὐτοῦ τοῦ θανάτου του ἐδίδαξεν, ἐκήρυξεν καί, ὡς φιλόστοργος πατήρ, ἐφρόντισεν διὰ τὴν παρηγορίαν καὶ τὸν πνευματικὸν στηριγμὸν τῶν τεθλιμμένων καὶ στεναζουσῶν καρδιῶν ἡμῶν.
Ἀτενίζοντες, σήμερον, τὸ ταφικὸν μνημεῖον του διερωτώμεθα. τί εἴπωμεν καὶ τί λαλήσωμεν περὶ τοῦ κεκοιμημένου πολιοῦ ἱεράρχου; Πῶς εἶναι δυνατόν, ἄραγε, σήμερον εἰς τὴν παροῦσαν περίστασιν καὶ ἐνώπιον τῆς σεπτῆς κορυφῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τοῦ Παναγιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Νέας Ρώμης καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, αὐθέντου καὶ Δεσπότου ἡμῶν, καὶ τῶν Μακαριωτάτων, νὰ ἀποτολμήσωμεν νὰ ὁμιλήσωμεν περὶ τοῦ μακαριστοῦ Προκοπίου.
Εἶναι, πράγματι, τόλμημα, καὶ ἀναλογιζόμεθα πῶς θὰ τὸ ἀνα-λάβωμεν, ἀφοῦ, ἐν σκότει ὄντες, θὰ δοκιμάσωμεν νὰ φωτίσωμεν τὸ φῶς. Εἶναι τόλμημα, καὶ σκεπτόμεθα πῶς θὰ τὸ ἐπωμισθῶμεν διὰ νὰ ἀτενίσωμεν, ὡς μίσχος ποώδης, τὰς κέδρους καὶ τὴν κυπάρισσον. Εἶναι τόλμημα, καὶ ἰλιγγιῶμεν πῶς θὰ πορευθῶμεν διὰ νὰ σταθῶμεν οἱ ἐλάχιστοι ἐνώπιον τοῦ πλείστου. Ὅμως, ἐκεῖνος δὲν μᾶς ἐδίδαξεν εἰς τὴν ζωὴν νὰ εἴμεθα τολμηροί; Πρὸς τούτῳ, ἰδική του ἡ προσταγή, καὶ διὰ τοῦτο θὰ τὸ ἀποτολμήσωμεν.
Εἰς τὸν ἀείμνηστον Μητροπολίτην μας Προκόπιον ἐκπληροῦται «ἡ ἁπλότης τοῦ ἤθους, τὸ γενναῖον, τὸ ἀκατασκεύαστον, τὸ τέλειον καὶ φρόνιμον πρὸς τὸ ἀγαθόν, τὸ ἀκέραιον πρὸς τὸ κακόν».
Τὸ ἀκατασκεύαστον καὶ ἀνεπιτήδευτον, θεωρούμενον ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ διακονικοῦ του χαρακτῆρος, ἦτο τὸ κριτήριον ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἔδιδε πάντοτε τὴν δυνατότητα νὰ ἐκφράζηται ποιμαντικῶς καὶ πάντοτε συνοδικῶς. Ἡ διαφορετικότης τοῦ λόγου καὶ τῶν προτάσεών του ἐπὶ ἐκκλησιαστικῶν τινων προβλημάτων ἀπετέλει πολλάκις τὴν αἰτίαν νὰ ἀμφισβητῆται ἐπιπολαίως ἀπὸ ὡρισμένους ἰδιοτελεῖς καὶ ἀμαθεῖς συνομιλητάς του, ὡς ἐκ τούτου δέ, συνέβαινεν ἀκόμη καὶ νὰ παρεξηγῆται ὑπ’ αὐτῶν.
Ἡ ἀληθινὴ διακονική του διάθεσις ἐξεφράζετο καὶ μὲ τὸν λόγον του, ὅτι «ἡ ἀλήθεια, παιδί μου, ἐνοχλεῖ… ἡ ἀλήθεια πειράζει, μὰ ἡ ἀλήθεια πάντα λάμπει, γι’ αὐτὸ μὴν τὴν φοβᾶσαι !!!»
Ὅσον λιτὸς καὶ ἁπλοῦς ἦτο εἰς τὴν προσωπικήν του ζωὴν καὶ τὰς ἐπιλογάς του, τόσον πληθωρικός ἦτο εἰς τὴν σκέψιν, τήν εὐρυ-μάθειαν, τήν ἐργατικότητα, τήν μεθοδικότητα, τὰς γνώσεις καὶ τὰς ἀπόψεις του. Ὑπῆρξεν «οἰκείοις ἀσφάλεια, δυσμαχώτατος τοῖς ὑπεναντίοις, φύλαξ πατρῴων θεσμῶν καὶ νεωτερο¬ποιΐας ἐχθρός».
Ἅπαντα τὰ ἀνωτέρω ἀπηχοῦνται καὶ συγκεφαλαιοῦνται εἰς ἓν χαρακτηριστικὸν γνώρισμα τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας. τὸ ἐκ-κλησιαστικόν του φρόνημα. Εἶναι αὐτό, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ τὴν κι-νητήριον δύναμιν, ὥστε νὰ ὑπερβῇ κάποιος τὰς ἀτομικὰς ἰδιοτέλειας, τὰς ἐπιδιώξεις καὶ τὰς ἱκανοποιήσεις, καὶ νὰ ἀφιερωθῇ εἰς τὸν λόγον τῆς ὑπάρξεώς του, ὡς διακόνος τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ φρονήματός του ἐπόνεσεν, ἐδοκιμάσθη, ἐπικράνθη. Ἐστεφανώθη, πλειστάκις, διὰ τοῦ ἀκανθίνου στεφάνου τῆς λύπης καὶ τῆς ἀχαριστίας. Αἱ ῥίζαι, ὅμως, τῆς ἐκκλησιαστικότητός του ἦσαν βαθεῖαι καὶ πολλάκις δυσδιάκριτοι εἰς τοὺς ἐπιπολαίως κρίνοντας καὶ κατακρίνοντας.
Μονίμη ἐπῳδὸς εἰς τὰ χείλη του καὶ μήνυμα ζωῆς ἦτο: «ὅ,τι κατέχομε καὶ ὅ,τι ἔχομεν ἀποκτήσει προέρχεται ἀπὸ τήν Ἐκκλησίαν… ὅ,τι εἴμεθα μᾶς τὸ προσέφερεν ἡ Ἐκκλησία… γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μᾶς χρεωστεῖ ἀλλὰ τῆς χρεωστοῦμε !!!».
Διδάσκαλος γνήσιος καί κῆρυξ διαπρύσιος τῆς εἰς Χριστὸν πί-στεως. Ποιμὴν καὶ διάκονος τοῦ ποιμνίου του. Ἐπαιδαγώγει μὲ τὸν λόγον καὶ τὰ ἔργα του, ἐδίδασκε μὲ τὴν ἁπλῆν καὶ ἀπέριττον ζωήν του, χωρὶς νὰ ἀπαιτῇ κάτι διὰ τὸν ἑαυτόν του. Ὅ,τι ἔκαμε ἦτο σύμ-φωνον καὶ ἀπέῤῥεεν ἀπὸ τὴν φωνὴν τοῦ καθήκοντος. Ἄνευ πολλῶν λόγων, καὶ πάντοτε μὲ ἐκεῖνον τὸν γνωστὸν ἀπόλυτον τρόπον του, ποὺ δὲν ἐπεδέχετο διακυμάνσεις καὶ μισόλογα, ὑπαναχωρήσεις καὶ συμβιβασμούς. Ὡμιλοῦσεν καθαρῶς, μὲ τὸν χαρακτηριστικὴν ἐκεί-νην μορφὴν τῆς ὁμιλίας καὶ τῆς ἐκφράσεώς του, θέλων νὰ τονίσῃ πλήρως αὐτὸ ποὺ ἐπίστευεν, αὐτὸ ποὺ ἀπεζήτει, αὐτὸ ποὺ ζοῦσε, πα-ραμερίζων τὰ περιττὰ καὶ τὰ ἀνούσια. Ἀπηχθάνετο τὰ «ἔπεα πτε-ρόεντα», τὰ εὔκολα λόγια, ποὺ δὲν ἔχουν ἀπήχημα ἤθους καὶ ἀπ-ήχη¬σιν βιώσεως. Διὸ καὶ ὠμίλει ἀργῶς, «κοφτά-ὀρθά», ἀποκόπτων τὸν λόγον, ἀνυψῶν τὸ δέον, τὸ δέος τῆς ψυχῆς του, τὴν ἀπόλυτον ἀγάπην του διὰ τὸν Χριστὸν καὶ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν.
Διὰ τὸ ποίμνιόν του ἐθυσίαζε τὰ πάντα ἀπὸ τὴν ζωήν του. Κα-τὰ κυριολεξίαν, ἀνηλίσκετο διὰ τοὺς χριστιανοὺς τῆς ἐπαρχίας του καὶ τὰ προβλήματά των. Πάντοτε ἦτο διαθέσιμος νὰ ἀκούσῃ, νὰ με-λετήσῃ, νὰ φροντίσῃ διὰ τὴν ἐπίλυσιν καὶ τοῦ παραμικροῦ ζητήματος. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ γραφεῖον του τὸ εἶχεν μεταφέρει εἰς τὴν εἴσοδον τοῦ Ἐπισκοπείου, ὅπου καί, δίκην κλητῆρος φέρων αὐτὸ μόνον τὸ ζωστικόν του, ἐπελαμβάνετο καὶ τῶν παραμικρῶν λεπτομερειῶν ἑκάστης ὑποθέσεως. Δὲν ἄφηνεν ὅ,τιδήποτε νὰ τοῦ ξεφύγῃ ἀπ’ ὅσα ἐγίνοντο εἰς τὴν Μητρόπολίν του. Ὥστε, ὅσοι εἴχομεν τὴν ξεχωριστὴν εὐλογίαν καὶ τὴν ὑψηλὴν τιμὴν νὰ ὑπηρετήσωμεν διοικητικῶς πλησίον του, νὰ δοκιμάζωμεν καθημερινῶς τὴν αἴσθησιν τοῦ ἐφίδρου δρομέως, ὅστις μάχεται μὲ ὅλας του τὰς δυνάμεις νὰ φθάσῃ τὸν «πρῶτον», ἀλλ’ εἰς μάτην.
Τὸ ἴδιον ἔκαμε καὶ διὰ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς κληρικούς του. Ἦτο ὁ πατήρ, ὁ φίλος, ὁ διδάσκαλος, ὁ καλὸς σύμβουλος καὶ καθοδηγητής, ὁ ποδηγέτης καὶ ὁ προστάτης. Ἐγνώριζεν, ὡς πολύπειρος διοι-κητής, νὰ διακρίνῃ τὸν ὀξυδερκῆ καὶ τίμιον διάκονον τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Ἐνῷ δὲν ἔθετεν ὅρια εἰς τὴν σχέσιν του μὲ τὸν πόνον καὶ τὴν δοκιμασίαν τοῦ ποιμνίου του, (μὲ προσωπικὸν κόστος τὰς περισσοτέρας φοράς) ἐγνώριζε νὰ ὁριοθετῇ τὰς σχέσεις του μὲ κάθε τι τὸ κοσμικόν. Οὐδεὶς ἐνδοτισμὸς καὶ οὐδεμία ὑποχωρητικότης εἰς θέματα καὶ ζητήματα «ἐν οὐ παικτοῖς». Αὐστηρὸς πάντοτε ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ καὶ ἀρχιερατικῇ πορείᾳ του καὶ ἐνίοτε φοβερὸς ὡς σκύμνος, ὡς «μέγας τῆς ἀθλήσεως πρόβολος», ἐζήτει πολλὰ ἀπὸ τοὺς συνεργάτας του. Συγχρόνως, ὅμως, ὅπως ὅλοι οἱ «μεγάλοι» κατὰ κανόνα, εἶχεν καὶ καρδίαν μικροῦ παιδίου, ἡ ὁποία, ὅταν ἔπρεπεν, μετεβάλετο εἰς «σπλάγχνα οἰκτιρμῶν», εἰς «ἄφατον ἔλεος», ἀκόμη καὶ δι’ ἐκείνους ποὺ τὸν ἐπίκραινον, εἰς εὐσπλαχνίαν ἀνέλ-πιστον. Ἐγνώριζε νὰ τιμᾶ κατ’ ἀξίαν καὶ νὰ ἀποδίδῃ τιμὴν ἀκρι-βοδικαίαν.
Διηκόνει σύμπασαν τὴν Ἐκκλησίαν, ἐμπνεόμενος ὑπὸ τοῦ φωτεινοῦ παραδείγματος δύο σπουδαίων ἐκκλησιαστικῶν μορφῶν. τῶν ἀοιδίμων μητροπολιτῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου, τοῦ Προ-κοπίου Τζαβάρα καὶ τοῦ Παντελεήμονος Καρανικόλα, ἐκ τῶν ὁποίων, ὁ μὲν πρῶτος τοῦ ἔδωκεν τὴν ἱερωσύνην καὶ τοῦ ἐδίδαξεν τὴν ποιμαντικὴν καὶ φιλάνθρωπον διάστασιν τῆς Ἐκκλησίας, ὁ δὲ δεύτερος τοῦ ἐνεστάλαξεν τὴν ἀγάπην διὰ τὴν σπουδήν, διὰ τὴν μελέτην καὶ τὴν ἔρευναν, πάντοτε μὲ σαφῆ προσανατολισμὸν εἰς τὰς κανονικὰς πηγὰς τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Διὰ τοῦτο, παντοῦ καὶ πάντοτε ὡμολογοῦσεν, ὅτι αὐτοὶ οἱ δύο ἱεράρχαι, τοῦ ἔμαθαν νὰ ἐρ-γάζηται, νὰ ἀγαπᾷ καὶ νὰ θυσιάζηται διὰ τὴν Ἐκκλησίαν.
Ὅθεν, ἔχοντες καὶ προσωπικῶς τὴν ἐμπειρίαν τῆς μετ’ αὐτοῦ στενῆς συνεργασίας, ἐκ τῆς ὁποίας πολλὰ ἐδιδάχθημεν, καὶ τῆς παρά τοὺς πόδας αὐτοῦ βιοτῆς καὶ μαθητείας, ἐπὶ δύο δεκαετίας καὶ πλέ¬ον, καὶ καταθέτοντες, ὡς ἐλάχιστον φόρον τιμῆς, τὴν ὀφειλομενην καρδιακὴν εὐγνωμοσύνην, μαρτυροῦμεν ἀβιάστως, περὶ τῆς οὕτω περιγραφομένης θυσιαστικῆς ἀγάπης του πρὸς τὸν πλησίον, τῆς καλοκαγάθου καρδίας του, τοῦ ἀληθοῦς αἰσθήματος τῆς ἀρχιε-ρατικῆς εὐθύνης καὶ τῆς πρὸς τὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν εὐγνωμοσύνης του. Ἀφοῦ, τῷ ὄντι, κατηνάλωσεν τὸν ἅπαντά του βίον ἐργαζόμενος νύκτα καὶ ἡμέραν ὑπὲρ τοῦ ἐμπιστευθέντος αὐτῷ ποιμνίου, τό ὁποῖον ἠγάπησεν ἐξ ὅλης καρδίας, ψυχῆς καὶ διανοίας καὶ ἐποίμανεν θεοφιλῶς, μὴ δίδων ὕπνον τοῖς κροτάφοις του καὶ τοῖς βλεφάροις του νυσταγμόν.
Πόσον προφητικὰ ἦσαν τὰ λόγια του κατὰ τὸν τελευταῖον χρόνον τῆς ἐπιγείου παρουσίας του… «θὰ πεθάνω -ἔλεγεν- καὶ τότε θὰ λέτε ποὺ εἶσαι Προκόπιε! Θὰ πεθάνω καὶ τότε θὰ καταλάβετε τὴν ἀξία τοῦ Προκοπίου!». Διότι οὕτως συμβαίνει καὶ γίνεται.
Ἔχοντες ἀνὰ χεῖρας τὸ ἄρτι ἐκδοθὲν καὶ κυκλοφορηθέν, ὑπὸ τῶν Ἐκδόσεων «ΠΑΡΟΥΣΙΑ» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου, δίτομον ἔργον «Εἰπὲ τῇ Ἐκκλησίᾳ… Προκόπιος συνέγραψεν ἐν ἐγκυκλίοις φήσας», ἐμπεριέχων τὰς ποιμαντορικὰς Ἐγκυκλίους τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Προκοπίου, ἀπαυγάσματα κόπων πολλῶν καὶ θησαυρίσματα πνευματικοῦ πλούτου, ἐπαναφέρομεν τὸν χρόνον εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ συναισθανόμεθα τὴν ἰδίαν ἀγωνίαν ποὺ ἐδοκιμάζομεν ὅταν παρελαμβάνομεν τὰ ἰδιόγραφα σημειώματά του, διὰ νὰ διαμορφώσωμεν ἐπὶ τοῦ χάρτου μέσῳ τοῦ ἠλεκτρονικοῦ ὑπολογιστοῦ τὸ τελικὸν κείμενον του, τὸ ὁποῖον ἀπετέλει τὴν ἐγκύκλιον διαταγὴν καὶ τὸ ποιμαντορικὸν μήνυμά του.
Κάθε λέξις, κάθε πρότασις, κάθε παράγραφος, συντακτικῶς καὶ γραμματικῶς τοποθετημέναι, δίδουν εἰς τὸν ἀναγνώστην τῶν διὰ τῆς ἐν λόγῳ ἐκδόσεως δημοσιευομένων κειμένων του τὴν δυνατότητα νὰ κατανοήσῃ τὸ περιεχόμενον, νὰ ταὐτισθῇ μὲ τὸν γράφοντα, νὰ ἐντρυφήσῃ, νὰ μελετήσῃ, νὰ ἀπολαύσῃ τὰ γραφόμενα, καὶ μὴ πληρούμενος ἱκανοποιήσεως, νὰ ἐπαναλάβῃ διὰ πολλοστὴν φορὰν τὴν μελέτην των, ἀνακαλύπτων ἑκάστην φορὰν κάτι τὸ νεώ-τερον καὶ συνάμα οὐσιαστικόν, ἐπαναβεβαιώνων τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ γράφοντος.
Τόσον με τὸν προφορικόν, ὅσον καὶ μὲ τὸν γραπτόν του λόγον, συνέθετεν κείμενα πραγματικοὺς ἀδάμαντας, τὰ ὁποῖα μᾶς ἐκληρονόμησεν καὶ τὰ ὁποῖα πηγάζουσιν ἐκ τῶν Εὐαγγελικῶν λόγων τοῦ Κυρίου, ἐκ τῶν καθαρῶν καὶ κρυσταλλίνων πηγῶν τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὡς καὶ ἐκ τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως, τῆς ζωῆς καὶ τῆς πράξεως τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ πάντα ταῦτα διηνθισμένα, ὑπὸ τῆς ἀπεράντου καὶ βαθείας πίστεως καὶ ἀγάπης του πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἐπίσης, καὶ ὑπὸ τῆς προσωπικῆς του ἐμπειρίας, τὴν ὁποίαν παιδιόθεν ἔζησεν, τὸ πρῶτον, εἰς τὴν Ἐνορίαν τῆς γενετείρας του εἰς τὴν μυροβόλον Χίον καὶ ἀργότερον, ὡς νέος καὶ φέρελπις κληρικός, εἰς τὴν ἀποστολοδιάβατον Κορινθιακὴν γῆν.
Καθήλωνεν τοὺς πάντας μὲ τὸν τρόπον τῆς γραφῆς καὶ τοῦ λόγου του, διότι ἔγραφεν ὄχι ἁπλῶς μὲ τὴν στείραν σκέψιν ἢ τὴν ψυχρὰν λογικήν, ἀλλὰ διότι ἐνεστάλαζεν ἐπὶ τῶν κειμένων του τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς του, τὸ νέκταρ τῆς καρδίας του. Αὐτῆς τῆς καρδίας μὲ τὴν ὁποίαν ζοῦσε καὶ ἀνέπνεεν διὰ τὴν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν καὶ διὰ τὸ χριστεπώνυμον Πλήρωμα καὶ τὸ ποίμνιόν του.
Ὅταν συνέγραφεν ἦτο «ἄλλος ἄνθρωπος». Ἀφιερώνετο, «ψυχῇ τε καὶ σώματι» καὶ ἄνευ περισπασμῶν, εἰς τὸ κείμενόν του, ἀποσυρόμενος πρὸς τούτῳ εἰς τὸ προσωπικόν του γραφεῖον. Τὸ πρόσωπόν του ἤλλασσε ὄψιν, ἐκφράζων τὴν ἱκανοποίησίν του διὰ τὰ γραφόμενά του. Ἀκόμη καὶ αἱ συσπάσεις τοῦ προσώπου του ἐδήλωναν ὅτι τὸ κείμενον ἔβαινεν καλῶς. Δὲν ἐπέτρεπε εἰς τὸν ἑαυτόν του νὰ φύγῃ ἀπὸ τὰς χεῖρας του κείμενον προχειρογραμμένον, ὅπου καὶ ἂν ἀπηυθύνετο δι’ αὐτοῦ. Ἅπαντα ἦσαν προσεγμένα, διὰ τοῦ ἑνὸς ἰδιαιτέρου καὶ μοναδικοῦ προσωπικοῦ του τρόπου, ὥστε νὰ μένωσι εἰς τὸν αἰῶνα ὡς «σφραγὶς ἀνεξίτηλος τοῦ Προκοπίου».
Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἀνέθετεν ὑποθέσεις σοβαρὰς καὶ ἀνελάμβανεν οὗτος νὰ προετοιμάσῃ τὰς ἀντιστοίχους εἰσηγήσεις εἰς τὰ Συνοδικὰ Ὄργανα, ἡ συναίσθησις τοῦ βάρους τῆς εὐθύνης καὶ τῆς ἀνάγκης διαφυλάξεως τῶν καλῶς νοουμένων συμφερόντων τῆς Ἐκκλησίας δὲν τοῦ ἄφηνεν τὸ παραμικρὸν περιθώριον νὰ ἐνδιαφερθῇ διὰ τὸν ἑαυτόν του. Ἀπεμονώνετο εἰς τὸ γραφεῖον του, ἐργαζόμενος νύκτα καὶ ἡμέραν, ἀγρυπνῶν καὶ μονολογῶν… «διὰ τὸ καλὸν τῆς Ἐκκλησίας». Αὐστηρός. Ἀκέραιος. Ἀληθής. Εἰλικρινής.
Ὅταν ἐκράτει τὴν πέναν εἰς τὴν δεξιάν του χεῖρα, ὡμοίαζεν μὲ τὸν καλλιτέχνην ζωγράφον, ποὺ ἐνῷ ἔχει τελειώσει τὸ ἀριστούργημά του, προσπαθεῖ καὶ παιδεύεται διὰ τὴν τελευταίαν πινελιάν, ἢ ὡσὰν τὴν φημισμένην ὑφάντριαν ἐνώπιον τοῦ ἀργαλειοῦ, ἡ ὁποία προσπαθεῖ νὰ συνδυάσῃ τὰ καλύτερα χρώματα μὲ τὴν ποιότητα τῆς κλωστῆς διὰ νὰ ἀποδώσῃ τὸ σχέδιον κατὰ τὴν ὕφανσιν μὲ πᾶσαν λεπτομέρειαν.
Δι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγον, ὡς καὶ διὰ πολλοὺς ἄλλους, τὰ κείμενά του ἐξεχώριζαν, ὥστε ἅπαντες, ὅταν τὰ ἐμελέτων, νὰ ὁμολογοῦν, νὰ παραδέχωνται καὶ νὰ ἀποδέχωνται τὰς «ῥήσεις καὶ τὰ αἰνίγματά του» ἄνευ ἐπιφυλάξεως… «εἶναι κείμενον τοῦ ἁγίου Φιλίππων, εἶναι τοῦ Φιλίππων Προκοπίου, τὸ εἶπε καὶ τὸ ἔγραψεν ὁ Φιλίππων».
Ὁμολογοῦντες, χρεωστικῶς καὶ καθηκόντως τὸ ἀνεξόφλητον προσωπικὸν χρέος διὰ τὰς πολλάς του πρὸς ἡμᾶς εὐεργεσίας καὶ δωρεάς, προβαίνομεν, προνοίᾳ καὶ κόποις, τοῦ σεπτοῦ ποιμενάρχου ἡμῶν, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου κ. Στεφάνου, ὅστις πολλὰ ἐκοπίασεν καὶ συνεχίζει νὰ πράττῃ ἀπὸ τῆς ἀναῤῥήσεώς του εἰς τὸν ἐπισκοπικὸν θρόνον τῆς πρωταποστολικῆς Ἐκκλησίας τῶν Φιλίππων διὰ τὴν διατήρησιν ζωντανῆς τῆς μνήμης τοῦ ἀμέσου προκατόχου του, εἰς τὴν ἔκδοσιν τοῦ σήμερον παρουσιαζομένου διτόμου ἔργου τῶν ποιμαντορικῶν ἐγκυκλίων καὶ γραμμάτων τοῦ κεκοιμημένου λογιωτάτου καὶ πολυ-τάλαντου ἱεράρχου Προκοπίου.
Ἀντὶ ἄλλου ἐπιλόγου, δανειζόμεθα ἓν χαρακτηριστικὸν ἀπόσπασμα ἐκ τοῦ προλογικοῦ σημειώματος τοῦ σοφοῦ ἱεράρχου, μακαριστοῦ Μητροπολίτου Κορινθίας κυροῦ Παντελεήμονος (τοῦ Καρανικόλα) εἰς τὸ κατὰ τὸ ἔτος 1973 κυκλοφορηθὲν πρωτόλειον πόνημα τοῦ πανοσιολογιωτάτου ἱεροκήρυκος (τότε) ἀρχιμανδρίτου Προκοπίου Τσακουμάκα, τὸ ὁποῖον ἀφεώρα εἰς σύντομα ἄρθρα-κηρύγματά του, ποὺ εἶχον φιλοξενηθῇ εἰς τὰς στήλας τῆς ἑβδομαδιαίας τοπικῆς «Ἐφημερίδος τῆς Κορίνθου», καὶ ὁ ὁποῖος ἔγραψεν τότε διὰ τὸν στενὸν καὶ πολύτιμον συνεργάτην του :
«Ὁ πανοσιολογιώτατος συγγραφεύς, κινούμενος μέσα εἰς τὸ πνεῦμα καὶ εἰς τὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, προσεπάθησε νὰ διδάξῃ ἀληθείας τῆς πίστεως, νὰ ἐξάρῃ τὸν ὀρθόδοξον τρόπον ζωῆς, νὰ διαλύσῃ πλάνας καὶ παρανοήσεις, νὰ βοηθήσῃ τὸν ἀναγνώστην καὶ ἀκροατὴν νὰ βιώσῃ τὸ μυστήριον τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Διὰ τοῦ γραπτοῦ καὶ προφορικοῦ του λόγου ἀπηύθυνε μηνύματα αἰσιοδοξίας, προσκλήσεις εἰς σωτηρίαν διὰ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ἔῤῥιπτε τὸν σπόρον τῆς ἁγιογραφικῆς ἀληθείας καὶ ἐκαλλιέργει τὸν ἀγρὸν τῶν ἀνθρω-πίνων ψυχῶν, προσδοκῶν πλουσίαν καὶ εὐλογημένην τὴν καρποφορίαν. Ἐκάλει ἅπαντας ἀνεξαιρέτως νὰ θέσωσιν τὸν δύσπιστον δάκτυλον των εἰς τὸν «τύπον τῶν ἥλων» τῆς γνησίας χριστιανικῆς ζωῆς. Ὁ λόγος του σύντομος, ἁπλοῦς καὶ ζωηρός, ἐποικοδομοῦσε καὶ κατηύθυνεν».
Παναγιώτατε, Πάτερ καὶ Δέσποτα,
Συγχωρήσατε, παρακαλῶ, τὰς κατὰ περίπτωσιν τυχούσας ὑπερβολάς, ποὺ ἴσως νὰ εἰπώθησαν ἐπὶ μακρόν. Τὰ ὅσα ὅμως διετυπώθησαν, ὡς ἀναπόσπαστον τμῆμα τῆς σημερινῆς ἀφιερωματικῆς ἐκδηλώσεως, ἀποτελοῦν ἐλάχιστον δεῖγμα ἀγάπης, σεβασμοῦ καὶ ἐφ’ ὅρου ζωῆς ἀφοσιώσεως τοῦ ὁμιλοῦντος πρὸς πατέρα πνευματι-κόν. Σήμερον δὲν ὡμίλει ὁ φέρων τὴν ἰδιότητα τοῦ Γενικοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου, τὸν ὁποῖον ἐκεῖνος διέπλασεν καὶ κατέστησεν, σήμερον ὡμίλει παιδίον ἀπορφανισθὲν πρὸς πατέρα μονάκριβον καὶ ἀλησμόνητον.
Ἐπιτρέψατέ μοι, ἐν τέλει, νὰ ἐπαναφέρω εἰς τὴν μνήμην Σας τοὺς λόγους ἐκείνου, ὅταν προσεφώνει Ὑμᾶς κατὰ τήν, ἐν τῷ Καθεδρικῷ Ναῷ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τῆς Καβάλας, ἐπίσημον Δοξολογίαν ἐπὶ τῇ ἐκκλησιαστικῇ ὑποδοχῇ τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος, τὴν 18ην Μαΐου τοῦ 2011 :
«Εὐγνωμοσύνην καὶ αἶνον ἀνατίθημι τῷ Σωτῆρι Θεῷ ἐπὶ τῇ παρούσῃ συνάξει, ἀποτίοντες φόρον τιμῆς ἀνυποκρίτου, σεβασμοῦ βαθυτάτου καὶ ἀγάπης υἱικῆς πρὸς Ὑμᾶς, τὸν Προκαθήμενον καὶ ἄοκνον καὶ ἐπιδέξιον οἰακοστρόφον τῆς νοητῆς Ὁλκάδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὸν ἀνυστάκτως μεριμνῶντα ὑπὲρ πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, τὸν θυσιαστικῶς διακονοῦντα τὴν καθῃμαγμένην ἀλλὰ δυνατὴν καὶ ἐν παντὶ παροῦσαν Μεγάλην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Ὑμᾶς, τὸν Ἡγούμενον τῶν Ὀρθοδόξων, τὸν Πατριάρχην τοῦ Γένους, τῶν μεγάλων προσδοκιῶν, τῶν μυχίων πόθων καὶ τῶν ὀνείρων. Προσβλέπομεν μετὰ θαυμασμοῦ πρὸς τὸ τίμιον πρόσωπον Ὑμῶν, ὡς πρὸς τὸν κληρονόμον καὶ ἐκφραστὴν τῆς ἀποστολικῆς ἀξίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Νέας Ρώμης, καὶ ὡς πρὸς τὸν κλεινὸν καὶ ἀντάξιον διάδοχον μεγάλων Πατριαρχῶν, Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων, Ὁμολογητῶν, Μαρτύρων, Ἐθνομαρτύρων καὶ Ἁγίων τῆς πίστεως ἡμῶν… Εὑρίσκεσθε πλησίον μας ὡς στοργικὸς πνευματκὸς Πατήρ, περιπατεῖτε μεταξὺ ἡμῶν, εὐλογοῦντες καὶ ἁγιάζοντες τέ¬κνα ἀγαπητά, βαθύτατον ἔχοντα τὸν σεβασμὸν πρὸς τὸν Παναγιώτατον Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην, τὸν πρωτόθρονον τῆς οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας».
Τούτων δοθέντων, ἀπόψε, διὰ τὸν ὀμιλοῦντα εἶναι καὶ πάλιν ἑσπέρα καὶ «νύκτα ἀφώτιστος τῆς λύπης». Διότι σὲ ἀναπολῶ τίμιε Γέροντα, ποὺ ὡς λέων μᾶς ἐδίδαξες ἐμπειρικῶς καὶ ἀνελλιπῶς μίαν ὁλόκληρον ζωὴν μέχρι καὶ τῆς τελευταίας ἀναπνοῆς σου. Κατά-θέτω δὲ νοερῶς εἰς τὸν νωπὸν δι’ ἐμὲ πάντοτε τάφον σου τὸ δάκρυ τῆς εύγνωμοσύνης καὶ τοῦ πόνου, ποὺ κυλᾶ ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν μου καὶ ὑγραίνει τὸ πρόσωπον.
«Ἀναπαύου ἐν εἰρήνη», τίμιε δέσποτα : ὅτι τὸν δρόμον τετέ-λεκας, τὴν πίστην τετήρηκας, τὸ χρεός καὶ τὴν εὐθύνην ἐξεπλήρωσας.
Ἡ μνήμη τοῦ ἀοιδίμου ἀρχιερέως Προκοπίου, πατρός, εὐεργέτου καὶ ποιμενάρχου ἡμῶν γενομένου, ὅστις «συνέγραψεν ἐν Ἐγκυκλίοις φήσας» ἔστω αἰωνία!